- ολόμαζος
- ὁλόμαζος, -ον (Α)ολόκληρος, πλήρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -μαζος (< μᾶζα), πρβλ. μεγαλό-μαζος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλόμαζον — ὁλόμαζος whole masc/fem acc sg ὁλόμαζος whole neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλομάζου — ὁλόμαζος whole masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek